- εξέλικτρον
- τό1) тех катушка, шпулька, мотовило; 2) мор. ворот, лебёдка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐξέλικτρον — bobbin neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξέλικτρο — το (Α ἐξέλικτρον) νεοελλ. ξύλινο τύμπανο ή πηνιστήριο (ανέμη) στο οποίο περιτυλίγονται σχοινιά, καλώδια, συρματόσχοινα τού πλοίου αρχ. η εξελίκτρα … Dictionary of Greek